Σημαντική παράμετρος οι κοινωνικές ανισότητες στη χάραξη πολιτικής υγείας
Τα συμπεράσματα της μελέτης με θέμα «Κοινωνικές ανισότητες στην υγεία – Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, ερευνητικά ευρήματα και προτάσεις πολιτικής» που πραγματοποίησε το Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής (ΙΚΠΙ), , παρουσίασαν κατά τη διάρκεια συνέντευξης Τύπου ο Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ και Διευθυντής του Ινστιτούτου, Γιάννης Τούντας, η Ελπίδα Πάβη, Κοσμήτορας της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής και ο Κυριάκος Σουλιώτης, Κοσμήτορας της Σχολής Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
«Η μείωση των Κοινωνικών Ανισοτήτων στην Υγεία (ΚΑΥ) είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της εποχής μας», δήλωσε ο Γιάννης Τούντας, αναφέροντας ότι «έρευνα σε 16 ευρωπαϊκές χώρες δείχνει ότι τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα έχουν υψηλότερη θνησιμότητα και χειρότερη υγεία. Στη δυτική Ευρώπη, ο κίνδυνος νόσησης ήταν 1,5-2,5 φορές μεγαλύτερος στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, ακόμα και σε χώρες με ισχυρή κοινωνική πολιτική, όπως οι Σκανδιναβικές».
Η μελέτη επισημαίνει ότι το 2021, μεγαλύτερα ποσοστά ατόμων από ανώτερες κοινωνικές τάξεις αξιολόγησαν την υγεία τους ως «εξαιρετική» ή «πολύ καλή» σε σύγκριση με τις κατώτερες τάξεις. Η καλή υγεία αυξάνεται όσο αυξάνεται το εισόδημα, με το 94% των ατόμων που κερδίζουν πάνω από 3.001 ευρώ μηνιαίως να δηλώνουν «καλή» ή «πολύ καλή» υγεία. Οι διαφορές στην ύπαρξη χρόνιων ασθενειών ήταν μεγαλύτερες μεταξύ ατόμων με χαμηλότερη εκπαίδευση το 2013-2022, με τα ποσοστά να είναι τριπλάσια σε σχέση με όσους έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Τα ποσοστά αυξήθηκαν το 2020-2021 λόγω της πανδημίας. Το 2021, οι ανώτερες τάξεις εμφάνιζαν χαμηλότερα ποσοστά χρόνιων νοσημάτων, εκτός από άσθμα, καρδιακή ανεπάρκεια και εγκεφαλικά επεισόδια. Η μεγαλύτερη διαφορά καταγράφηκε στην κατάθλιψη, με 2% στις ανώτερες τάξεις και 12% στις κατώτερες.
Σημαντικές ανισότητες εμφανίζονται και σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες υγείας και δη στις προληπτικές εξετάσεις, σύμφωνα με όσα ανέφερε ο Κυριάκος Σουλιώτης. Άτομα από ανώτερες κοινωνικές τάξεις τις πραγματοποιούν σε μεγαλύτερο ποσοστό, με τις διαφορές πιο έντονες στην πρόληψη καρκίνου. Στα χαμηλά εισοδήματα, το 91,9% δεν έχει κάνει κολονοσκόπηση, ενώ στα υψηλά το ποσοστό είναι 77,5%. Οι γυναίκες με υψηλότερα εισοδήματα αναφέρουν εξέταση μαστού σε ποσοστό 86%, ενώ στις χαμηλότερες τάξεις 46%. Επίσης, το 85% των γυναικών με υψηλότερη εκπαίδευση έχουν κάνει εξέταση τραχηλικού επιχρίσματος (τεστ Παπανικολάου), έναντι 39% στις λιγότερο μορφωμένες.
Αναφορικά με τις δαπάνες υγείας, η Ελπίδα Πάβη ανέφερε πως το τόνισε ότι το ποσοστό ατόμων με οικονομικές δυσκολίες που σταμάτησαν ή μείωσαν τη φαρμακευτική αγωγή χωρίς ιατρική συμβουλή ήταν σημαντικά υψηλότερο από εκείνους χωρίς οικονομικά προβλήματα, με το κόστος να είναι η κύρια αιτία. Η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο χάσμα στις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας μεταξύ υψηλού και χαμηλού εισοδήματος στον ΟΟΣΑ. Το 18,1% των χαμηλόμισθων ανέφερε μη καλυπτόμενες ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης, έναντι 0,9% των υψηλόμισθων. Οι ιδιωτικές πληρωμές υγείας στην Ελλάδα είναι οι υψηλότερες στην ΕΕ (35,2%), αυξάνοντας τον κίνδυνο καταστροφικών δαπανών, ειδικά για τους φτωχότερους. Το ποσοστό των νοικοκυριών που αντιμετωπίζει καταστροφικές δαπάνες υγείας αυξήθηκε από 7% σε 8,9% μεταξύ 2010-2019.
Πηγή: Ινστιτούτο Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής
Επιμέλεια: Γιώργος Σακκάς
GR-NON-01295