Είναι γονιδιακή η ιδιοτροπία των παιδιών που είναι δύσκολα στο φαγητό;
Τη γονιδιακή προδιάθεση για την έκφραση ιδιότροπης συμπεριφοράς ενός παιδιού το οποίο δεν θέλει να φάει πολλά από τα γνωστά τρόφιμα, εξετάζει νέα μελέτη, η οποία διαπιστώνει ότι τελικά δεν είναι θέμα παραξενιάς η σχετική γκρίνια των παιδιών.
Όπως αναφέρει η μελέτη, οι διατροφικές προτιμήσεις είναι ένα χαρακτηριστικό που διαρκεί από τη νηπιακή ηλικία έως τουλάχιστον την εφηβεία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι η ιδιοτροπία στο φαγητό παραμένει σχετικά σταθερή από την ηλικία των 16 μηνών έως τα 13 χρόνια. Στο μεσοδιάστημα κορυφώνεται – συνήθως στην ηλικία των 7 ετών. Ύστερα, αρχίζει να μειώνεται σιγά σιγά.
Η νέα μελέτη διεξήχθη σε 2.402 ζεύγη διδύμων που γεννήθηκαν το 2007. Οι γονείς τους είχαν συμπληρώσει αναλυτικά ερωτηματολόγια για τη διατροφή τους όταν ήταν 16 μηνών, 3 ετών, 5 ετών, 7 ετών και 13 ετών.
Όπως έδειξαν τα στοιχεία, οι γενετικές διαφορές μεταξύ των διδύμων εξηγούσαν σε ποσοστό 60% την ιδιοτροπία στο φαγητό στην ηλικία των 16 μηνών. Η επιρροή των γονιδίων σταδιακά αυξανόταν, φθάνοντας ή υπερβαίνοντας το 74% καθώς τα παιδιά έμπαιναν στην εφηβεία.
Τα νέα ευρήματα δημοσιεύθηκαν στην ιατρική επιθεώρηση Journal of Child Psychology & Psychiatry. Όπως εξηγούν οι ερευνητές από το University College του Λονδίνου (UCL) και άλλα ακαδημαϊκά κέντρα, η ιδιοτροπία στο φαγητό περιγράφει την τάση να τρώει κανείς περιορισμένα τρόφιμα. Αυτό μπορεί να οφείλεται στην επιφυλακτικότητα ή την απροθυμία του να δοκιμάσει νέες τροφές.
Η συμπεριφορά αυτή είναι συνηθισμένη στην παιδική ηλικία. Αποτελεί επίσης πηγή έντονης ανησυχίας για τους κηδεμόνες των παιδιών. Ωστόσο οι αιτίες της δεν είναι εξακριβωμένες.
Η παρούσα μελέτη είναι η πρώτη που διεξάγεται σε διδύμους για να εξακριβώσει πόσο συμβάλλουν γενετικοί (γονίδια) και περιβαλλοντικοί (ανατροφή) παράγοντες στην ανάπτυξή της και στην αλλαγή της με την πάροδο του χρόνου.
«Η ιδιοτροπία στο φαγητό αποτελεί σημαντική πηγή άγχους για τους γονείς, που συχνά κατηγορούν τον εαυτό τους ή άλλα άτομα του οικογενειακού περίγυρού τους για την ανάπτυξή της», δήλωσε η επικεφαλής ερευνήτρια Δρ. Zeynep Nas, από το Τμήμα Συμπεριφορικής Επιστήμης & Υγείας του UCL.
Και συνέχισε: «Τα ευρήματά μας υποδηλώνουν ότι σε μεγάλο βαθμό η τάση αυτή είναι εγγενής. Επομένως δεν είναι προϊόν της ανατροφής των παιδιών. Ούτε, όμως, αποτελεί απλώς μία “φάση” που θα περάσει. Συνήθως ακολουθεί μία επίμονη πορεία».
Για να αποσαφηνίσουν τον ρόλο των γονιδίων, οι ερευνητές συνέκριναν ετεροζυγωτικούς διδύμους (διαφορετικούς) με πανομοιότυπους (ομοζυγωτικούς). Οι ετεροζυγωτικοί δίδυμοι έχουν κοινό περίπου το 50% των γονιδίων του. Οι ομοζυγωτικοί το 100%.
Όπως διαπίστωσαν οι ερευνητές, οι ετεροζυγωτικοί δίδυμοι διέφεραν πολύ στην ιδιοτροπία στο φαγητό, σε σύγκριση με τους πανομοιότυπους. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ισχυρή γενετική επιρροή στη συγκεκριμένη συμπεριφορά.
Ωστόσο η ιδιοτροπία αυτή γινόταν προοδευτικά πιο διαφορετική στους πανομοιότυπους διδύμους καθώς μεγάλωναν. Αυτό σημαίνει πως και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν κάποιον ρόλο.
Ο ρόλος αυτός, όμως, περιορίζεται στο περίπου 25% των διαφορών στις διατροφικές προτιμήσεις των παιδιών, υπολόγισαν οι ερευνητές. Επιπλέον, φαίνεται πως είναι ισχυρότερος στα πρώτα χρόνια της ζωής.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι οι παρεμβάσεις που μπορούν να κάνουν οι γονείς αποδίδουν περισσότερο στη νηπιακή ηλικία, είπε η επιβλέπουσα ερευνήτρια Δρ. Clare Lewellyn, αναπληρώτρια καθηγήτρια Παχυσαρκίας στο UCL.
https://acamh.onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1111/jcpp.14053
Επιμέλεια: Γιώργος Σακκάς
GR-NON-01304